ἐλλόγιμος — held in account masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλόγιμος — η, ο (AM ἐλλόγιμος, ον) γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του μσν. νεοελλ. ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος τιμητική προσφώνηση αρχ. μσν. (για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής αρχ. 1. αξιόλογος, ξεχωριστός 2. εύγλωττος 3. λογικός … Dictionary of Greek
ἐλλογιμώτερον — ἐλλόγιμος held in account masc acc comp sg ἐλλόγιμος held in account neut nom/voc/acc comp sg ἐλλόγιμος held in account adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλογιμωτάτων — ἐλλόγιμος held in account fem gen superl pl ἐλλόγιμος held in account masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλογιμωτέρων — ἐλλόγιμος held in account fem gen comp pl ἐλλόγιμος held in account masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλογιμώτατα — ἐλλόγιμος held in account adverbial superl ἐλλόγιμος held in account neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλογιμώτατον — ἐλλόγιμος held in account masc acc superl sg ἐλλόγιμος held in account neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλογίμω — ἐλλόγιμος held in account masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐλλόγιμος held in account masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλογίμως — ἐλλόγιμος held in account adverbial ἐλλόγιμος held in account masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόγιμον — ἐλλόγιμος held in account masc/fem acc sg ἐλλόγιμος held in account neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)